φωτιστικώς

φωτιστικώς
φωτιστικῶς, ΝΜ, και φωτιστικά Ν
βλ. φωτιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτιστικῶς — φωτιστικός illuminating adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτιστικός — ή, ό / φωτιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωτίζω] αυτός που έχει την ιδιότητα να φωτίζει, να παρέχει φως νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμοποιείται για την παροχή φωτός («φωτιστικό πετρέλαιο») 2. το ουδ. ως ουσ. το φωτιστικό κάθε αντικείμενο με πηγή φωτός, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”